προεισβάλλω

προεισβάλλω
προεισ-βάλλω,
A throw in a remark before,

περί τινος Socr.Ep.36

.
II intr., start, make a beginning,

ἀπὸ τοῦ φόβου Longin.22.2

.
2 supervene, come on before,

τῆς ὥρας Aët.5.23

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προεισβάλλω — Α 1. κάνω παρατήρηση σε κάποιον προηγουμένως («περὶ ἐμοῡ προεισβέβληκας τῷ τρόπῳ τούτῳ», Σωκρ.) 2. (αμτβ.) α) κάνω αρχή, αρχίζω («προεισέβαλεν οὖν εὐθὺς ἀπὸ τοῡ φόβου», Λογγίν.) β) (για χρόνο) επέρχομαι πριν από κάτι («τῆς ὥρας προεισβαλούσης»,… …   Dictionary of Greek

  • προεισβολή — ἡ, Α [προεισβάλλω] προεισαγωγή, προοίμιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”